Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκιητροφέουσι (

См. также в других словарях:

  • σκιητροφέουσι — σκιατροφέω rear in the shade pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) σκιατροφέω rear in the shade pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατροφώ — και αττ. τ. σκιατραφῶ και ιων. τ. σκιητροφῶ και σκιοτροφῶ, έω, Α 1. ανατρέφω κάποιον ή κάτι στη σκιά, στο σπίτι 2. συνεκδ. ανατρέφω με τρόπο μαλθακό, τρυφηλό 3. μέσ. σκιατροφοῡμαι, έομαι α) μένω στη σκιά, αποφεύγω τον ήλιο β) (κατ επέκτ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»