-
1 σκιητροφέουσι
σκιατροφέωrear in the shade: pres part act masc /neut dat pl (epic doric ionic)σκιατροφέωrear in the shade: pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) -
2 σκιατροφεω
ион. σκιητροφέω, атт. v. l. σκιᾱτρᾰφέω досл. держать или воспитывать в тени, перен. нежить, холитьσκιητροφέουσι (sc. τὰς κεφαλὰς) πίλους τιήρας φορέοντες Her. — (египтяне) изнеживают себе головы, нося войлочные тиары;
σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Her. — разбив палатки, они наслаждались тенью;πλούσιος ἐσκιατροφηκώς Plat. — изнеженный богач;ἐσκιατροφημένη σωμάτων ἕξις Plut. — физическая изнеженность -
3 σκιατροφέω
σκῐᾱτροφ-έω, [dialect] Ion. [full] σκῐητροφέω; [dialect] Att.also [full] σκιᾱτρᾰφέω (v. infr.): ([etym.] σκιά, τρέφω):—A rear in the shade or within doors, i.e. bring up tenderly, σκιατροφοῦντες [τὰ σώματα] Max.Tyr.28.3:—[voice] Pass., keep in the shade, shun heat and labour,σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Hdt.6.12
;μὴ σκιατραφούμενος Trag.Adesp.546.8
(v.l. -τροφ-); καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι X.Oec.4.2
, cf. Muson.Fr.11p.59H. (- τροφ-, v.l. -τραφ-) ; ἐσκιατ ραφημένη (v.l. -τροφ-)σωμάτων ἕξις Plu.2.8d
;ὁπλίτας ἐσκιατροφημένους Max.Tyr.30.7
; of a plant, σκιατροφούμενος growing in the shade, Thphr.CP2.7.4.II intr. in [voice] Act., wear a shade, cover one's head,σκιητροφέουσι,.. τιάρας φορέοντες Hdt.3.12
: hence also, like [voice] Pass., πλούσιος ἐσκιατροφηκώς a rich effeminate man, opp. πένης ἡλιωμένος one who bears all the heat of the day, Pl.R. 556d.III ἐσκιοτροφημένα f.l. for ἐσκιαγραφημένα in Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιατροφέω
См. также в других словарях:
σκιητροφέουσι — σκιατροφέω rear in the shade pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) σκιατροφέω rear in the shade pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατροφώ — και αττ. τ. σκιατραφῶ και ιων. τ. σκιητροφῶ και σκιοτροφῶ, έω, Α 1. ανατρέφω κάποιον ή κάτι στη σκιά, στο σπίτι 2. συνεκδ. ανατρέφω με τρόπο μαλθακό, τρυφηλό 3. μέσ. σκιατροφοῡμαι, έομαι α) μένω στη σκιά, αποφεύγω τον ήλιο β) (κατ επέκτ.) είμαι… … Dictionary of Greek